.

.
Ολόκληρο το κείμενο
Είναι στις μέρες μας ευρύτατα αποδεκτό πως «καθαρή» και άδολη γεγονοτολογία δεν είναι δυνατόν υπάρξει. Καταγραφές και ιστορήσεις του παρελθόντος γίνονται πάντοτε (και αναγκαστικά) μέσω ήδη υφιστάμενων εννοιών και ερμηνευτικών σχημάτων με ιδιοσυστασία που, αν και συναφής, είναι ωστόσο διακριτή και γνωστικά ιδιαίτερη. Οι επεξηγηματικές αυτές διόπτρες δεν είναι βεβαίως αυθαίρετες: Έχουν κατά τεκμήριο καταδείξει την αναλυτική τους γονιμότητα σε άλλες, ήδη συντελεσμένες επεξεργασίες· εκφέρονται με τρόπους που αναδεικνύουν —και προκαλούν περαιτέρω— θεωρητικό ενδιαφέρον· και —ίσως το κυριότερο— είναι, τη στιγμή που η εκάστοτε έρευνα αναλαμβάνεται, αναγνωρίσιμες και γνωστικά οικείες. Ως αποτέλεσμα, οι μελετητές συχνά τις υιοθετούν ως αυτονόητα αποτελεσματικές και χωρίς ιδιαίτερη πρότερη επεξεργασία —μέχρις ότου (και αν) τα όριά τους καταστούν σαφή.
Αν και οι επιτυχέστερες ανάμεσά τους χαρακτηρίζονται από αναλυτική ισομέρεια και αμεροληψία, είναι σαφές πως καμιά θεωρία δεν είναι αξιακά/ή ιδεολογικά ουδέτερη: προκρίνοντας ειδικές γωνίες θέασης και ερμηνείας της πραγματικότητας, κατά περίπτωση τονίζοντας (συνεπώς και υποτιμώντας) όψεις του διερευνώμενου σύμπαντος, διαμορφώνουν ερευνητικούς κώδικες και περιγραφικά πρωτόκολλα· συγκροτούν τρόπους επικύρωσης των εμπειρικών ευρημάτων· και εισηγούνται —ρητά ή υπόρρητα— αξιακά πρωτόπα και υποδείγματα. Πρόκειται για γνωστική πραγματικότητα που είναι ολωσδιόλου αναμενόμενη. Στα γνωστικά πράγματα τίποτε δεν μπορεί —και δεν πρέπει να— είναι «ουδέτερο».  Ακόμη και αν ήταν δυνατή, άλλωστε, μια «αξιακά εκκενωμένη» επιστήμη θα ήταν ρηχή και ανούσια. Τα θεωρητικά σχήματα ποικίλουν και, απηχώντας τα ερευνητικά αιτούμενα κάθε εποχής, διαφοροποιούνται και εξελίσσονται. Όμως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η εμπειρική έρευνα, συμπεριλαμβανομένης της αρχειακής καταγραφής (ή και της απλής εξιστόρησης συμβάντων), απαιτεί θεωρητική ενσυνειδησία και εγρήγορση —ώστε τα εκάστοτε ερμηνευτικά πρίσματα να υποβάλλονται σε κριτική αξιολόγηση και να επιλέγεται η προσφορότερη κάθε φορά προσέγγιση.
Το κείμενο αυτό (στο πρώτο τεύχος της περιοδικής έκδοσης της Εταιρείας Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας –ΕΜΙΑΝ), περί κοινωνικών συγκρούσεων και της προβληματικής του «συγκρουσιακού κύκλου» κατά τη δεκαετία του ’60, αντλεί έννοιες και θεωρητικό προβληματισμό από ένα ειδικό υποσύνολο στον κορμό της σύγχρονης πολιτικής κοινωνιολογίας —: τη θεωρία της συγκρουσιακής πολιτικής και των κοινωνικών κινημάτων — προκειμένου να αναδείξει, προβληματοποιήσει και «αναγνώσει» όψεις αυτής της ιδιαίτερα κρίσιμης περιόδου της ελληνικής ιστορίας.
Αξιοποιώντας, μεταξύ άλλων, σπάνιο φωτογραφικό υλικό από το αρχείο της ΕΜΙΑΝ, εξετάζει οργανωτικές εξελίξεις στον κινηματικό χώρο, πολιτικά συνθήματα (συμπεριλαμβανομένης της χλεύης) και αφηγήσεις, μορφές δράσης και την αλληλεπίδρασή τους με τις κατασταλτικές πρακτικές του κράτους, καθώς και το χρονισμό της διεκδικητικής έκρηξης –κομβικά συμβάντα-σταθμούς που διαμόρφωσαν τη γενική πορεία των εξελίξεων: τη δημόσια και μαχητική αμφισβήτηση της νομιμότητας της εξουσίας από την Ένωση Κέντρου (τέλη 1961)· τη σκλήρυνση των κατασταλτικών και παρακρατικών μηχανισμών με συμβολική κορύφωση τη δολοφονία Λαμπράκη το Μάιο του 1963· τη νίκη της Ένωσης Κέντρου στις εκλογικές αναμετρήσεις του’63 και ’64· και τέλος τη βασιλική εκτροπή του Ιουλίου του 1965. Στις περιστάσεις,ο ρόλος της πολιτικής κρίνεται καθοριστικός. Στην κρίσιμη συγκυρία της περιόδου μετά τα Ιουλιανά, και σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί το 1961, η δυναμική του διεκδικητικού κινήματος δεν θα βρει επαρκή πολιτική στόχευση. Το καθεστωτικό δεν θα τεθεί και, αντ’ αυτού, θα καταβληθεί προσπάθεια ώστε το κίνημα να περιχαρακωθεί στο αίτημα περί περιορισμού των βασιλικών παρεμβάσεων στα συνταγματικά όρια. Ο εφησυχασμός που οι ηγεσίες καλλιεργούν θα γίνει καταλύτης κινηματικής ύφεσης που εν τέλει θα διευκολύνει την επιβολή της δικτατορίας.